Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
παρῳδία
παρῳδός
παρωθέω
View word page
παρρησιάζομαι
παρρησιάζομαι in act. and pass. sense, Dep.: to speak freely, openly, boldly, Plat., etc.

ShortDef

to speak freely, openly, boldly

Debugging

Headword:
παρρησιάζομαι
Headword (normalized):
παρρησιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παρρησιαζομαι
IDX:
25149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25177
Key:
parrhsia/zomai

Data

{'content': 'παρρησιάζομαι\n in act. and pass. sense, Dep.: to speak freely, openly, boldly, Plat., etc.', 'key': 'parrhsia/zomai'}