Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
πάρφυκτος
View word page
παροψάομαι
παροψάομαι Dep. to eat dainties, Luc.
ShortDef
to eat dainties
Debugging
Headword:
παροψάομαι
Headword (normalized):
παροψάομαι
Headword (normalized/stripped):
παροψαομαι
IDX:
25146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25174
Key:
paroya/omai
Data
{'content': 'παροψάομαι\n Dep. to eat dainties, Luc.', 'key': 'paroya/omai'}