Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
παρυφή
View word page
πάροχος
πάροχος πάρ-οχος, ὁ, one who goes beside another in a chariot, one who attends the bridegroom (v. παράνυμφος), Ar.

ShortDef

one who sits beside
provider

Debugging

Headword:
πάροχος
Headword (normalized):
πάροχος
Headword (normalized/stripped):
παροχος
IDX:
25145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25173
Key:
pa/roxos2

Data

{'content': 'πάροχος\n πάρ-οχος, ὁ,\n one who goes beside another in a chariot, one who attends the bridegroom (v. παράνυμφος), Ar.', 'key': 'pa/roxos2'}