Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
παρυφαίνω
View word page
παροχλίζω
παροχλίζω fut. σω to move as with a lever, Anth.

ShortDef

to move as with a lever

Debugging

Headword:
παροχλίζω
Headword (normalized):
παροχλίζω
Headword (normalized/stripped):
παροχλιζω
IDX:
25144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25172
Key:
paroxli/zw

Data

{'content': 'παροχλίζω\n fut. σω\n to move as with a lever, Anth.', 'key': 'paroxli/zw'}