Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
παρσένος
View word page
παροχή
παροχή παροχή, ἡ, παρέχω a supplying, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Thuc.

ShortDef

a supplying, furnishing

Debugging

Headword:
παροχή
Headword (normalized):
παροχή
Headword (normalized/stripped):
παροχη
IDX:
25143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25171
Key:
paroxh/

Data

{'content': 'παροχή\n παροχή, ἡ,\n παρέχω\n a supplying, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Thuc.', 'key': 'paroxh/'}