Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
παρρησιαστής
παρρησιαστικός
View word page
παροχετεύω
παροχετεύω fut. σω to turn from its course, divert, Plut.:—metaph., τοῦτʼ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur.

ShortDef

to turn from its course, divert

Debugging

Headword:
παροχετεύω
Headword (normalized):
παροχετεύω
Headword (normalized/stripped):
παροχετευω
IDX:
25142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25170
Key:
paroxeteu/w

Data

{'content': 'παροχετεύω\n fut. σω\n to turn from its course, divert, Plut.:—metaph., τοῦτʼ αὖ παρωχέτευσας εὖ Eur.', 'key': 'paroxeteu/w'}