παρουσία
παρουσία
παρουσία, ἡ,
πάρειμι
a being present, presence, Aesch., Eur., etc.; so, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας ἡμῶν τῶν παρόντων, Thuc.:—of things, κακῶν π. Eur. : —παρουσίαν ἔχειν for παρεῖναι, Soph.
arrival, Soph., Eur.:— the Advent, NTest.