Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
παρρησία
View word page
παρουσία
παρουσία παρουσία, ἡ, πάρειμι a being present, presence, Aesch., Eur., etc.; so, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας ἡμῶν τῶν παρόντων, Thuc.:—of things, κακῶν π. Eur. : —παρουσίαν ἔχειν for παρεῖναι, Soph. arrival, Soph., Eur.:— the Advent, NTest.

ShortDef

a being present, presence

Debugging

Headword:
παρουσία
Headword (normalized):
παρουσία
Headword (normalized/stripped):
παρουσια
IDX:
25140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25168
Key:
parousi/a

Data

{'content': 'παρουσία\n παρουσία, ἡ,\n πάρειμι\n a being present, presence, Aesch., Eur., etc.; so, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας ἡμῶν τῶν παρόντων, Thuc.:—of things, κακῶν π. Eur. : —παρουσίαν ἔχειν for παρεῖναι, Soph.\n arrival, Soph., Eur.:— the Advent, NTest.', 'key': 'parousi/a'}