Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
παρρησιάζομαι
View word page
παροτρύνω
παροτρύνω fut. υνῶ to urge one on to do a thing, Pind.

ShortDef

to urge

Debugging

Headword:
παροτρύνω
Headword (normalized):
παροτρύνω
Headword (normalized/stripped):
παροτρυνω
IDX:
25139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25167
Key:
parotru/nw

Data

{'content': 'παροτρύνω\n fut. υνῶ\n to urge one on to do a thing, Pind.', 'key': 'parotru/nw'}