Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
πάροχος
παροψάομαι
παροψίς
παροψώνημα
View word page
Πάρος
Πάρος Πάρος (ᾰ), ἡ, Paros, one of the Cyclades, famous for its white marble, Hhymn.:—adj. Πάριος, η, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pind., Hdt.
ShortDef
beforetime, formerly, erst
Paros
Debugging
Headword:
Πάρος
Headword (normalized):
πάρος
Headword (normalized/stripped):
παρος
IDX:
25138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25166
Key:
*pa/ros
Data
{'content': 'Πάρος\n Πάρος (ᾰ), ἡ,\n Paros, one of the Cyclades, famous for its white marble, Hhymn.:—adj. Πάριος, η, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pind., Hdt.', 'key': '*pa/ros'}