Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
παροχλίζω
View word page
πάρορνις
πάρορνις πάρ-ορνῐς, ῑθος, ὁ, ἡ, ill-omened, Aesch.

ShortDef

ill-omened

Debugging

Headword:
πάρορνις
Headword (normalized):
πάρορνις
Headword (normalized/stripped):
παρορνις
IDX:
25134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25162
Key:
pa/rornis

Data

{'content': 'πάρορνις\n πάρ-ορνῐς, ῑθος, ὁ, ἡ,\n ill-omened, Aesch.', 'key': 'pa/rornis'}