Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
παροχή
View word page
παρορμίζω
παρορμίζω fut. Attic ιῶ to anchor side by side, Lys.
ShortDef
to anchor side by side
Debugging
Headword:
παρορμίζω
Headword (normalized):
παρορμίζω
Headword (normalized/stripped):
παρορμιζω
IDX:
25133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25161
Key:
parormi/zw
Data
{'content': 'παρορμίζω\n fut. Attic ιῶ\n to anchor side by side, Lys.', 'key': 'parormi/zw'}