Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
παροχέομαι
παροχετεύω
View word page
παρορμητικός
παρορμητικός παρορμητικός, ή, όν παρορμάω stimulative, Plut.
ShortDef
stimulative
Debugging
Headword:
παρορμητικός
Headword (normalized):
παρορμητικός
Headword (normalized/stripped):
παρορμητικος
IDX:
25132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25160
Key:
parormhtiko/s
Data
{'content': 'παρορμητικός\n παρορμητικός, ή, όν\n παρορμάω\n stimulative, Plut.', 'key': 'parormhtiko/s'}