Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναστρολόγητος
ἀναστροφή
ἀναστρωφάω
ἀνασύρω
ἀνασφάλλω
ἀνάσχεσις
ἀνασχίζω
ἀνασῴζω
ἀναταράσσω
ἀνατείνω
ἀνατειχίζω
ἀνατειχισμός
ἀνατέλλω
ἀνατέμνω
ἀνατίθημι
ἀνατιμάω
ἀνατινάσσω
ἀνατί
ἀνατλῆναι
ἀνατολή
ἀνατολμάω
View word page
ἀνατειχίζω
ἀνατειχίζω to rebuild, Xen.
ShortDef
to rebuild
Debugging
Headword:
ἀνατειχίζω
Headword (normalized):
ἀνατειχίζω
Headword (normalized/stripped):
ανατειχιζω
IDX:
2515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2516
Key:
a)nateixi/zw
Data
{'content': 'ἀνατειχίζω\n to rebuild, Xen.', 'key': 'a)nateixi/zw'}