Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
παρουσία
View word page
παρορμέω
παρορμέω fut. ήσω to lie at anchor beside or near, Plut.

ShortDef

to lie at anchor beside

Debugging

Headword:
παρορμέω
Headword (normalized):
παρορμέω
Headword (normalized/stripped):
παρορμεω
IDX:
25130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25158
Key:
parorme/w

Data

{'content': 'παρορμέω\n fut. ήσω\n to lie at anchor beside or near, Plut.', 'key': 'parorme/w'}