Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
Πάρος
παροτρύνω
View word page
παρορμάω
παρορμάω fut. ήσω to urge on, stimulate, Xen.

ShortDef

to urge on, stimulate

Debugging

Headword:
παρορμάω
Headword (normalized):
παρορμάω
Headword (normalized/stripped):
παρορμαω
IDX:
25129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25157
Key:
parorma/w

Data

{'content': 'παρορμάω\n fut. ήσω\n to urge on, stimulate, Xen.', 'key': 'parorma/w'}