Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
πάρος
View word page
παρορίζω
παρορίζω fut. σω to outstep oneʼs boundaries, encroach on a neighbourʼs property, Anth.

ShortDef

to outstep one's boundaries, encroach on a neighbour's property

Debugging

Headword:
παρορίζω
Headword (normalized):
παρορίζω
Headword (normalized/stripped):
παροριζω
IDX:
25127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25155
Key:
parori/zw

Data

{'content': 'παρορίζω\n fut. σω\n to outstep oneʼs boundaries, encroach on a neighbourʼs property, Anth.', 'key': 'parori/zw'}