Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
παρορχέομαι
View word page
παρόρειος
παρόρειος παρ-όρειος, ον, ὄρος along a mountain, Strab.
ShortDef
along a mountain
Debugging
Headword:
παρόρειος
Headword (normalized):
παρόρειος
Headword (normalized/stripped):
παρορειος
IDX:
25126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25154
Key:
paro/reios
Data
{'content': 'παρόρειος\n παρ-όρειος, ον,\n ὄρος\n along a mountain, Strab.', 'key': 'paro/reios'}