Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
παρορύσσω
View word page
παροργισμός
παροργισμός from παροργίζω παροργισμός, οῦ, ὁ, provocation; anger, NTest.

ShortDef

provocation; anger

Debugging

Headword:
παροργισμός
Headword (normalized):
παροργισμός
Headword (normalized/stripped):
παροργισμος
IDX:
25125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25153
Key:
parorgismo/s

Data

{'content': 'παροργισμός\n from παροργίζω\n παροργισμός, οῦ, ὁ,\n provocation; anger, NTest.', 'key': 'parorgismo/s'}