Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
παρορμίζω
πάρορνις
View word page
παροργίζω
παροργίζω fut. ιῶ to provoke to anger, NTest.:—Pass., Dem.

ShortDef

to provoke to anger

Debugging

Headword:
παροργίζω
Headword (normalized):
παροργίζω
Headword (normalized/stripped):
παροργιζω
IDX:
25124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25152
Key:
parorgi/zw

Data

{'content': 'παροργίζω\n fut. ιῶ\n to provoke to anger, NTest.:—Pass., Dem.', 'key': 'parorgi/zw'}