Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
παρορμητικός
View word page
παρόρασις
παρόρασις παρόρᾱσις, εως, overlooking, negligence, Plut., Luc.

ShortDef

overlooking, negligence

Debugging

Headword:
παρόρασις
Headword (normalized):
παρόρασις
Headword (normalized/stripped):
παρορασις
IDX:
25122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25150
Key:
paro/rasis

Data

{'content': 'παρόρασις\n παρόρᾱσις, εως,\n overlooking, negligence, Plut., Luc.', 'key': 'paro/rasis'}