παροπτέος
            
          
          παροπτέος
 παροπτέος, η, ον,
 παρόψομαι
 to be overlooked, Luc.
 παροπτέον, one must overlook, Dem.
          {
  "content": "παροπτέος\n παροπτέος, η, ον,\n παρόψομαι\n to be overlooked, Luc.\n παροπτέον, one must overlook, Dem.",
  "key": "paropte/os"
}