Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
παρόρμησις
View word page
παροπτέος
παροπτέος παροπτέος, η, ον, παρόψομαι to be overlooked, Luc. παροπτέον, one must overlook, Dem.

ShortDef

to be overlooked

Debugging

Headword:
παροπτέος
Headword (normalized):
παροπτέος
Headword (normalized/stripped):
παροπτεος
IDX:
25121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25149
Key:
paropte/os

Data

{'content': 'παροπτέος\n παροπτέος, η, ον,\n παρόψομαι\n to be overlooked, Luc.\n παροπτέον, one must overlook, Dem.', 'key': 'paropte/os'}