Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
παρορμέω
View word page
παροπλίζω
παροπλίζω fut. ίσω to disarm, Polyb.:—Pass., Plut.
ShortDef
to disarm
Debugging
Headword:
παροπλίζω
Headword (normalized):
παροπλίζω
Headword (normalized/stripped):
παροπλιζω
IDX:
25120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25148
Key:
paropli/zw
Data
{'content': 'παροπλίζω\n fut. ίσω\n to disarm, Polyb.:—Pass., Plut.', 'key': 'paropli/zw'}