Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
παρορμάω
View word page
παροξυσμός
παροξυσμός from παροξύ_νω παροξυσμός, οῦ, ὁ, irritation, exasperation, Dem., NTest.: a provoking, NTest.

ShortDef

irritation, exasperation

Debugging

Headword:
παροξυσμός
Headword (normalized):
παροξυσμός
Headword (normalized/stripped):
παροξυσμος
IDX:
25119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25147
Key:
parocusmo/s

Data

{'content': 'παροξυσμός\n from παροξύ_νω\n παροξυσμός, οῦ, ὁ,\n irritation, exasperation, Dem., NTest.: a provoking, NTest.', 'key': 'parocusmo/s'}