Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
παρορίζω
παροριστής
View word page
παροξύνω
παροξύνω fut. υνῶ to urge, prick or spur on, stimulate, Xen., Dem. to anger, provoke, irritate, exasperate, πατρὸς μὴ π. φρένα Eur., Thuc.:—Pass. to be provoked, Thuc., etc.

ShortDef

to urge, prick

Debugging

Headword:
παροξύνω
Headword (normalized):
παροξύνω
Headword (normalized/stripped):
παροξυνω
IDX:
25118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25146
Key:
parocu/nw

Data

{'content': 'παροξύνω\n fut. υνῶ\n to urge, prick or spur on, stimulate, Xen., Dem.\n to anger, provoke, irritate, exasperate, πατρὸς μὴ π. φρένα Eur., Thuc.:—Pass. to be provoked, Thuc., etc.', 'key': 'parocu/nw'}