Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
παροργίζω
παροργισμός
παρόρειος
View word page
παρονομάζω
παρονομάζω fut. σω to alter slightly, Strab.
ShortDef
call by a different name
Debugging
Headword:
παρονομάζω
Headword (normalized):
παρονομάζω
Headword (normalized/stripped):
παρονομαζω
IDX:
25116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25144
Key:
paronoma/zw
Data
{'content': 'παρονομάζω\n fut. σω\n to alter slightly, Strab.', 'key': 'paronoma/zw'}