Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
παρόρασις
παροράω
View word page
παρομαρτέω
παρομαρτέω fut. ήσω to accompany, Plut., Luc.

ShortDef

to accompany

Debugging

Headword:
παρομαρτέω
Headword (normalized):
παρομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
παρομαρτεω
IDX:
25113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25141
Key:
paromarte/w

Data

{'content': 'παρομαρτέω\n fut. ήσω\n to accompany, Plut., Luc.', 'key': 'paromarte/w'}