Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
παροπλίζω
παροπτέος
View word page
παροκωχή
παροκωχή παρ-οκωχή, ἡ, redupl. form of παροχή, a supplying, furnishing, Thuc.
ShortDef
a supplying, furnishing
Debugging
Headword:
παροκωχή
Headword (normalized):
παροκωχή
Headword (normalized/stripped):
παροκωχη
IDX:
25111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25139
Key:
parokwxh/
Data
{'content': 'παροκωχή\n παρ-οκωχή, ἡ,\n redupl. form of παροχή, a supplying, furnishing, Thuc.', 'key': 'parokwxh/'}