Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
παροξυντικός
παροξύνω
παροξυσμός
View word page
παροίτερος
παροίτερος πᾰροίτερος, α, ον Comp. of πάροιθε the one before or in front, Il.
ShortDef
the one before
Debugging
Headword:
παροίτερος
Headword (normalized):
παροίτερος
Headword (normalized/stripped):
παροιτερος
IDX:
25109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25137
Key:
paroi/teros
Data
{'content': 'παροίτερος\n πᾰροίτερος, α, ον\n Comp. of πάροιθε\n the one before or in front, Il.', 'key': 'paroi/teros'}