Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρονομάζω
View word page
παροινικός
παροινικός παροινικός, ή, όν addicted to wine, Ar.
ShortDef
addicted to wine
Debugging
Headword:
παροινικός
Headword (normalized):
παροινικός
Headword (normalized/stripped):
παροινικος
IDX:
25106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25134
Key:
paroiniko/s
Data
{'content': 'παροινικός\n παροινικός, ή, όν\n addicted to wine, Ar.', 'key': 'paroiniko/s'}