Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
View word page
παροιμιακός
παροιμιακός παροιμιακός, ή, όν proverbial: adv. -κῶς, Anth. παροιμιακόν (sub. μέτρον) , a paroemiac, i. e. an Anapaestic dimeter catalectic, used at the end of an Anapaestic system.

ShortDef

proverbial

Debugging

Headword:
παροιμιακός
Headword (normalized):
παροιμιακός
Headword (normalized/stripped):
παροιμιακος
IDX:
25102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25130
Key:
paroimiako/s

Data

{'content': 'παροιμιακός\n παροιμιακός, ή, όν\n proverbial: adv. -κῶς, Anth.\n παροιμιακόν (sub. μέτρον) , a paroemiac, i. e. an Anapaestic dimeter catalectic, used at the end of an Anapaestic system.', 'key': 'paroimiako/s'}