Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
παροίχομαι
View word page
πάροικος
πάροικος πάρ-οικος, ον, dwelling beside or near, c. gen., Aesch., Soph.; c. dat., Thuc.:—absol. a neighbour, Arist. πάροικος πόλεμος a war with neighbours, Hdt. as Subst. a sojourner, alien, NTest.

ShortDef

dwelling beside

Debugging

Headword:
πάροικος
Headword (normalized):
πάροικος
Headword (normalized/stripped):
παροικος
IDX:
25100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25128
Key:
pa/roikos

Data

{'content': 'πάροικος\n πάρ-οικος, ον,\n dwelling beside or near, c. gen., Aesch., Soph.; c. dat., Thuc.:—absol. a neighbour, Arist.\n πάροικος πόλεμος a war with neighbours, Hdt.\n as Subst. a sojourner, alien, NTest.', 'key': 'pa/roikos'}