Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροίτερος
View word page
παροικοδομέω
παροικοδομέω fut. ήσω to build beside or across, Thuc.
ShortDef
to build beside
Debugging
Headword:
παροικοδομέω
Headword (normalized):
παροικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
παροικοδομεω
IDX:
25099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25127
Key:
paroikodome/w
Data
{'content': 'παροικοδομέω\n fut. ήσω\n to build beside or across, Thuc.', 'key': 'paroikodome/w'}