Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
View word page
παροικίς
παροικίς παροικίς, ίδος, fem. of πάροικος, Strab.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροικίς
Headword (normalized):
παροικίς
Headword (normalized/stripped):
παροικις
IDX:
25098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25126
Key:
paroiki/s

Data

{'content': 'παροικίς\n παροικίς, ίδος,\n fem. of πάροικος, Strab.', 'key': 'paroiki/s'}