Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
παροινία
παροινικός
παροίνιος
View word page
παροικίζω
παροικίζω fut. σω to place near:—Pass. to settle near, dwell among, τισίν Hdt.

ShortDef

to place near

Debugging

Headword:
παροικίζω
Headword (normalized):
παροικίζω
Headword (normalized/stripped):
παροικιζω
IDX:
25097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25125
Key:
paroiki/zw

Data

{'content': 'παροικίζω\n fut. σω\n to place near:—Pass. to settle near, dwell among, τισίν Hdt.', 'key': 'paroiki/zw'}