Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμία
παροινέω
View word page
παροικέω
παροικέω fut. ήσω to dwell beside, c. acc., π. τὴν Ἀσίαν dwell along the coast of Asia, Isocr.: c. dat. to live near, Thuc.: to dwell among, τισίν Thuc.; of places, to lie near, Xen. (πάροικος II) to live in a place, sojourn, NTest.

ShortDef

to dwell beside

Debugging

Headword:
παροικέω
Headword (normalized):
παροικέω
Headword (normalized/stripped):
παροικεω
IDX:
25094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25122
Key:
paroike/w

Data

{'content': 'παροικέω\n fut. ήσω\n to dwell beside, c. acc., π. τὴν Ἀσίαν dwell along the coast of Asia, Isocr.: c. dat. to live near, Thuc.: to dwell among, τισίν Thuc.; of places, to lie near, Xen.\n (πάροικος II) to live in a place, sojourn, NTest.', 'key': 'paroike/w'}