Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
παροιμιάζω
παροιμιακός
View word page
παροίγνυμι
παροίγνυμι or -οίγω fut. -οίξω to open at the side or a little, half-open, Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.

ShortDef

to open at the side

Debugging

Headword:
παροίγνυμι
Headword (normalized):
παροίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
παροιγνυμι
IDX:
25092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25120
Key:
paroi/gnumi

Data

{'content': 'παροίγνυμι\n or -οίγω\n fut. -οίξω\n to open at the side or a little, half-open, Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.', 'key': 'paroi/gnumi'}