Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
παροικοδομέω
πάροικος
View word page
παροδοιπόρος
παροδοιπόρος παρ-οδοιπόρος, ὁ, = παροδίτης, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παροδοιπόρος
Headword (normalized):
παροδοιπόρος
Headword (normalized/stripped):
παροδοιπορος
IDX:
25090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25118
Key:
parodoipo/ros

Data

{'content': 'παροδοιπόρος\n παρ-οδοιπόρος, ὁ,\n = παροδίτης, Anth.', 'key': 'parodoipo/ros'}