Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρίστημι
παριστίδιος
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικίς
View word page
παροδεύω
παροδεύω fut. σω to pass by, Theocr. c. acc. to go past, Luc.

ShortDef

to pass by

Debugging

Headword:
παροδεύω
Headword (normalized):
παροδεύω
Headword (normalized/stripped):
παροδευω
IDX:
25088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25116
Key:
parodeu/w

Data

{'content': 'παροδεύω\n fut. σω\n to pass by, Theocr.\n c. acc. to go past, Luc.', 'key': 'parodeu/w'}