Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάρισος
παριστάνω
παρίστημι
παριστίδιος
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
View word page
Πάρνης
Πάρνης Πάρνης, ηθος, ἡ, rarely ὁ Parnes, a mountain of Attica, Ar.:—adj. Παρνήθιος, η, ον, Ar.

ShortDef

Parnes

Debugging

Headword:
Πάρνης
Headword (normalized):
πάρνης
Headword (normalized/stripped):
παρνης
IDX:
25086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25114
Key:
*pa/rnhs

Data

{'content': 'Πάρνης\n Πάρνης, ηθος, ἡ,\n rarely ὁ\n Parnes, a mountain of Attica, Ar.:—adj. Παρνήθιος, η, ον, Ar.', 'key': '*pa/rnhs'}