Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πάρθοι
Παρθυαία
πάρισος
παριστάνω
παρίστημι
παριστίδιος
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
πάροιθε
παροικέω
View word page
Παρνάσιος
Παρνάσιος Parnassian, Pind.; fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ionic Παρνησιάς, Eur.; also Παρνησίς, ίδος, Aesch.

ShortDef

Parnassian

Debugging

Headword:
Παρνάσιος
Headword (normalized):
παρνάσιος
Headword (normalized/stripped):
παρνασιος
IDX:
25084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25112
Key:
*parna/sios

Data

{'content': 'Παρνάσιος\n Parnassian, Pind.; fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ionic Παρνησιάς, Eur.; also Παρνησίς, ίδος, Aesch.', 'key': '*parna/sios'}