Παρνάσιος
Παρνάσιος
Parnassian, Pind.; fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ionic Παρνησιάς, Eur.; also Παρνησίς, ίδος, Aesch.
{
"content": "Παρνάσιος\n Parnassian, Pind.; fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ionic Παρνησιάς, Eur.; also Παρνησίς, ίδος, Aesch.",
"key": "*parna/sios"
}