Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρισόω
Παρθιστί
Πάρθοι
Παρθυαία
πάρισος
παριστάνω
παρίστημι
παριστίδιος
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
πάροδος
παροίγνυμι
View word page
παριτητέα
παριτητέα verb. adj. of πάρειμι (εἶμι ibo) one must come forward, Thuc.
ShortDef
one must come forward
Debugging
Headword:
παριτητέα
Headword (normalized):
παριτητέα
Headword (normalized/stripped):
παριτητεα
IDX:
25082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25110
Key:
parithte/a
Data
{'content': 'παριτητέα\n verb. adj. of πάρειμι (εἶμι ibo)\n one must come forward, Thuc.', 'key': 'parithte/a'}