Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρίκω
παριππεύω
παρισόω
Παρθιστί
Πάρθοι
Παρθυαία
πάρισος
παριστάνω
παρίστημι
παριστίδιος
παρίσχω
παρίσωσις
παριτητέα
παρμόνιμος
Παρνάσιος
Παρνασός
Πάρνης
πάρνοψ
παροδεύω
παροδίτης
παροδοιπόρος
View word page
παρίσχω
παρίσχω collat. form of παρέχω to hold in readiness, Il.: to present, offer, Il.
ShortDef
to hold in readiness
Debugging
Headword:
παρίσχω
Headword (normalized):
παρίσχω
Headword (normalized/stripped):
παρισχω
IDX:
25080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25108
Key:
pari/sxw
Data
{'content': 'παρίσχω\n collat. form of παρέχω\n to hold in readiness, Il.: to present, offer, Il.', 'key': 'pari/sxw'}