Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγορανομικός
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορά
ἀγορασἀγένειος
ἀγόρασμα
ἀγοραστής
ἀγορεύω
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
View word page
ἀγορητής
ἀγορητής ἀγοράομαι a speaker, orator, Il.
ShortDef
a speaker, orator
Debugging
Headword:
ἀγορητής
Headword (normalized):
ἀγορητής
Headword (normalized/stripped):
αγορητης
IDX:
251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n251
Key:
a)gorhth/s
Data
{'content': 'ἀγορητής\n ἀγοράομαι\n a speaker, orator, Il.', 'key': 'a)gorhth/s'}