Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρθενόσφαγος
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
παριαύω
παριδρύω
παρίζω
παρίημι
παρίκω
παριππεύω
παρισόω
Παρθιστί
Πάρθοι
Παρθυαία
πάρισος
παριστάνω
παρίστημι
παριστίδιος
παρίσχω
παρίσωσις
View word page
παριππεύω
παριππεύω fut. σω to ride along or over, πόντον Eur.: to ride alongside, Thuc.

ShortDef

to ride along

Debugging

Headword:
παριππεύω
Headword (normalized):
παριππεύω
Headword (normalized/stripped):
παριππευω
IDX:
25071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25099
Key:
parippeu/w

Data

{'content': 'παριππεύω\n fut. σω\n to ride along or over, πόντον Eur.: to ride alongside, Thuc.', 'key': 'parippeu/w'}