Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
παριαύω
παριδρύω
παρίζω
παρίημι
παρίκω
View word page
παρθένος
παρθένος παρθένος, ἡ, a maid, maiden, virgin, girl, Hom., etc. Παρθένος, as a name of Athena at Athens, of Artemis, etc. as adj. maiden, virgin, chaste, πάρθενον ψυχὴν ἔχων Eur.: metaph., π. πηγή Aesch.; παρθένοι τριήρεις maiden, i. e. new, ships, Ar. as masc., παρθένος, an unmarried man, NTest. deriv. uncertain

ShortDef

a maid, maiden, virgin, girl

Debugging

Headword:
παρθένος
Headword (normalized):
παρθένος
Headword (normalized/stripped):
παρθενος
IDX:
25060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25088
Key:
parqe/nos

Data

{'content': 'παρθένος\n παρθένος, ἡ,\n a maid, maiden, virgin, girl, Hom., etc.\n Παρθένος, as a name of Athena at Athens, of Artemis, etc.\n as adj. maiden, virgin, chaste, πάρθενον ψυχὴν ἔχων Eur.: metaph., π. πηγή Aesch.; παρθένοι τριήρεις maiden, i. e. new, ships, Ar.\n as masc., παρθένος, an unmarried man, NTest.\n deriv. uncertain', 'key': 'parqe/nos'}