Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
παριαύω
παριδρύω
View word page
παρθένιος
παρθένιος παρθένιος, α, ον παρθένος like παρθένειος, of a maiden or virgin, maiden, maidenly, Od., Hes., Aesch., etc. παρθένιος, the son of an unmarried girl, Il.:—but, π. ἀνήρ the husband of maidenhood, first husband, Plut. metaph. pure, undefiled, Hhymn.; π. μύρτα, of white myrtleberries, Ar.

ShortDef

of a maiden
Parthenius, name of a river

Debugging

Headword:
παρθένιος
Headword (normalized):
παρθένιος
Headword (normalized/stripped):
παρθενιος
IDX:
25057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25085
Key:
parqe/nios

Data

{'content': 'παρθένιος\n παρθένιος, α, ον\n παρθένος\n like παρθένειος, of a maiden or virgin, maiden, maidenly, Od., Hes., Aesch., etc.\n παρθένιος, the son of an unmarried girl, Il.:—but, π. ἀνήρ the husband of maidenhood, first husband, Plut.\n metaph. pure, undefiled, Hhymn.; π. μύρτα, of white myrtleberries, Ar.', 'key': 'parqe/nios'}