Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
παριαύω
View word page
παρθενικός
παρθενικός παρθενικός, ή, όν of or for a maiden, Plut.
ShortDef
of a παρθένος, an unmarried girl
Debugging
Headword:
παρθενικός
Headword (normalized):
παρθενικός
Headword (normalized/stripped):
παρθενικος
IDX:
25056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25084
Key:
parqeniko/s
Data
{'content': 'παρθενικός\n παρθενικός, ή, όν\n of or for a maiden, Plut.', 'key': 'parqeniko/s'}