Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενών
παρθενωπός
View word page
παρθενία
παρθενία παρθενία, ἡ, = παρθενεία, Pind., Aesch., Eur.

ShortDef

virginhood

Debugging

Headword:
παρθενία
Headword (normalized):
παρθενία
Headword (normalized/stripped):
παρθενια
IDX:
25053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25081
Key:
parqeni/a

Data

{'content': 'παρθενία\n παρθενία, ἡ,\n = παρθενεία, Pind., Aesch., Eur.', 'key': 'parqeni/a'}