Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
View word page
παρθενεών
παρθενεών παρθενεών, ῶνος, ὁ, Ionic for παρθενών, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρθενεών
Headword (normalized):
παρθενεών
Headword (normalized/stripped):
παρθενεων
IDX:
25051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25079
Key:
parqenew/n

Data

{'content': 'παρθενεών\n παρθενεών, ῶνος, ὁ,\n Ionic for παρθενών, Anth.', 'key': 'parqenew/n'}