Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παρήμερος
πάρηξις
παρηονῖτις
παρηορία
παρηόριος
παρήορος
παρθενεία
παρθένεια
παρθένειος
παρθένευμα
παρθένευσις
παρθενεύω
παρθενεών
παρθένια
παρθενία
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
View word page
παρθένευσις
παρθένευσις παρθένευσις, εως, = παρθενεία, Luc. from παρθενεύω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
παρθένευσις
Headword (normalized):
παρθένευσις
Headword (normalized/stripped):
παρθενευσις
IDX:
25049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25077
Key:
parqe/neusis

Data

{'content': 'παρθένευσις\n παρθένευσις, εως,\n = παρθενεία, Luc.\n from παρθενεύω', 'key': 'parqe/neusis'}